Ο καρκίνος των όρχεων προσβάλλει τους νέους άντρες. Τα καλά νέα είναι ότι αν ανιχνευθεί εγκαίρως, θεραπεύεται σε ποσοστό που φτάνει το 90%. Τα ακόμα καλύτερα, ότι οι ασθενείς συνήθως μπορούν να διατηρήσουν την σεξουαλική και αναπαραγωγική ικανότητά τους.

Σχεδόν όλοι οι καρκίνοι των όρχεων χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στους σεμινωματώδεις (σεμινώματα) και τους μη σεμινωματώδεις. Άλλες μορφές καρκίνων στους όρχεις, όπως τα σαρκώματα και τα λεμφώματα, είναι εξαιρετικά σπάνιες.

Ο διάσημος ποδηλάτης Λανς Άρμστρονγκ διαγνώσθηκε με προχωρημένο καρκίνο των όρχεων το 1996, όταν ήταν μόλις 24 ετών.

Παρά την εντυπωσιακή νίκη του Λανς στον ποδηλατικό γύρο της Γαλλίας το 1999, τρία χρόνια μετά από την θεραπεία στην οποία υποβλήθηκε, γεγονός παραμένει ότι η νόσος – που προσβάλλει κυρίως τους νεαρούς άνδρες – αντιμετωπίζεται πολύ καλύτερα στα αρχικά της στάδια – όταν, δηλαδή, ο όγκος είναι ακόμα περιορισμένος στον όρχη στον οποίο αναπτύχθηκε.

Ο Λανς είχε αγνοήσει τα αρχικά συμπτώματα του καρκίνου του, και όταν έγινε η διάγνωση η νόσος είχε εξαπλωθεί στην κοιλιά, στους πνεύμονες και στον εγκέφαλό του.

Πέρα από την εγχείρηση που γίνεται στις τόσο προχωρημένες μορφές καρκίνου των όρχεων, απαιτείται και εντατική χημειοθεραπεία, η οποία συχνά έχει έντονες παρενέργειες.

Ο Λανς είναι ένας από τους πολύ τυχερούς ασθενείς που όχι μόνον επιζούν του μεταστατικού καρκίνου, αλλά ζουν διατηρώντας ανέπαφη την σωματική κατάστασή τους.

Λίγοι ήταν αυτοί που περίμεναν ότι θα συμμετάσχει σε τόσους ποδηλατικούς γύρους της Γαλλίας έκτοτε – πόσο μάλλον να τους κερδίσει και να αποχωρήσει από την ενεργό δράση στο ζενίθ της καριέρας του.

Ο μοναδικός καλά τεκμηριωμένος παράγοντας κινδύνου για καρκίνο των όρχεων είναι η κρυψορχία. Κατ΄ αυτήν, οι όρχεις των νεογέννητων αγοριών παραμένουν στο εσωτερικό της κοιλιάς ή στον βουβωνικό πόρο και για να έρθουν στην φυσιολογική τους θέση πρέπει να γίνει χειρουργική επέμβαση ή ορμονική θεραπεία. Διεθνείς μελέτες έχουν δείξει πως τα αγόρια με κρυψορχία έχουν πενταπλάσιες έως δεκαπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο των όρχεων.

Υπάρχουν, βέβαια, διάφοροι άλλοι παράγοντες που πιστεύεται πως μπορεί να ευνοούν την ανάπτυξη του καρκίνου των όρχεων, αλλά δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί πλήρως. Ορισμένες μελέτες λ.χ. έχουν υποδηλώσει ότι τα αγόρια που γεννιούνται από μητέρες ηλικίας άνω των 35 ετών έχουν 50% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο των όρχεων – το ίδιο και τα αγόρια που γεννιόνται από παχύσαρκες μητέρες επειδή έχουν εκτεθεί σε μεγαλύτερες ποσότητες οιστρογόνων (ορμόνες γυναικείου φύλου) στην προγεννητική ζωή τους.

Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι πιθανοί παράγοντες κινδύνου είναι η βουβωνοκήλη, το χαμηλό βάρος κατά την γέννηση, ο καθιστικός τρόπος ζωής, το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου των όρχεων, η έκθεση σε ορισμένες χημικές ουσίες κατά την εργασία, η έκθεση σε ακραίες θερμοκρασίες (καύσωνα ή δριμύ ψύχος), καθώς και η λοίμωξη με τον ιό του AIDS. Πάντως, οι συσχετίσεις του καρκίνου των όρχεων με αυτούς τους παράγοντες είναι πολύ ασθενέστερες απ΄ ότι με την κρυψορχία

Οι περισσότεροι όγκοι στους όρχεις γίνονται πρώτα αντιληπτοί από τους ίδιους τους ασθενείς, είτε τυχαία είτε στη διάρκεια μιας αυτοεξέτασης όρχεος. Συνήθως αντιλαμβάνονται ένα ογκίδιο με μέγεθος φασολιού (μπορεί βέβαια να είναι και πολύ μεγαλύτερο), το οποίο σπανίως προκαλεί πόνο.

Άλλα ύποπτα συμπτώματα είναι η διόγκωση του όρχεως, το αίσθημα βάρους σε αυτόν ή η αιφνίδια συσσώρευση υγρού στο όσχεο, ένας περίεργος πόνος στο κάτω μέρος της κοιλιάς ή στην βουβωνική χώρα ή ακόμα και διόγκωση ή ευαισθησία στο στήθος.

Σε τέτοια περίπτωση, η ιατρική συμβουλή είναι απαραίτητη διότι και άλλα νοσήματα μπορούν να προκαλέσουν ανάλογη συμπτωματολογία αλλά μόνον ένας γιατρός μπορεί να εξακριβώσει που ακριβώς οφείλονται.

Οι γιατροί χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους για να διαγνώσουν τον καρκίνο των όρχεων. Η εξέταση του ασθενούς (κλινική εξέταση) συχνά αποκλείει άλλες πιθανές αιτίες, ενώ με ένα υπερηχογράφημα στο όσχεο μπορεί εύκολα και ανώδυνα να εντοπιστεί ένας πιθανός όγκος. Το αν, όμως, είναι καλοήθης ή κακοήθης μπορεί να εξακριβωθεί μόνον με βιοψία, η οποία απαιτεί εκτομή ολόκληρου του όρχεος.

Οι γιατροί αφαιρούν ολόκληρο τον όρχη και όχι μόνο τμήμα του διότι αν υπάρχει καρκίνος, μια τομή στην εξωτερική στοιβάδα του όρχεος θα μπορούσε να επιτρέψει την τοπική εξάπλωση της νόσου. Επιπλέον, η αφαίρεση του όρχεος μπορεί να αποτρέψει την μελλοντική ανάπτυξη ενός άλλου όγκου.

Καμιά θεραπεία δεν είναι κατάλληλη για όλους τους πάσχοντες από καρκίνο των όρχεων. Τα σεμινώματα και οι μη σεμινωματώδεις καρκίνοι είναι διαφορετικοί στην τάση τους να εξαπλώνονται, στον τρόπο με τον οποίο εξαπλώνονται και στην απόκρισή τους στην ακτινοθεραπεία. Συνεπώς, συχνά απαιτούνται διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, τις οποίες οι γιατροί επιλέγουν με βάση το είδος του καρκίνου και το στάδιό του.

Για τα σεμινώματα η θεραπεία μπορεί να είναι απλή χειρουργική εκτομή του όρχεος, αλλά ενδέχεται να χρειασθούν και ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία. Εν τούτοις, σπάνια είναι απαραίτητη και η χειρουργική εκτομή των σύστοιχων λεμφαδένων, διότι ακόμα και αν έχει εξαπλωθεί σε αυτούς ο καρκίνος, είναι εξαιρετικά ευάλωτοι στην ακτινοθεραπεία. Αν και οι περισσότεροι μη σεμινωματώδεις καρκίνοι δεν διαγιγνώσκονται σε πρώιμα στάδια, όσοι είναι περιορισμένοι στον όρχη μπορεί να μην χρειασθούν άλλη θεραπεία πέρα από την χειρουργική αφαίρεσή του.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ: