Καρκίνος Δέρματος
Οι περισσότεροι καρκίνοι του δέρματος (βασικοκυτταρικοί, ακανθοκυτταρικοί) δε θεωρούνται γενικά πολύ επικίνδυνοι διότι θεραπεύονται εύκολα χειρουργικά ή με διάφορα φάρμακα που εφαρμόζονται τοπικά στο δέρμα. Εξαίρεση αποτελεί ο κακοήθης σπίλος (σπίλος=«ελιά») που ονομάζεται μελάνωμα (δηλαδή μελανός όγκος). Το μελάνωμα προέρχεται από τα μελανινοκύτταρα του δέρματος. Τα μελανινοκύτταρα βρίσκονται στο κατώτερο στρώμα της επιδερμίδας και παράγουν μελανίνη, τη χρωστική που προσδίδει το φυσικό χρώμα του δέρματος. Η έκθεση στον ήλιο οδηγεί σε αύξηση της παραγόμενης μελανίνης με αποτέλεσμα το μαύρισμα του δέρματος.
Το μελάνωμα αποτελεί όχι μόνο τον πλέον κακοήθη δερματικό όγκο αλλά και έναν από τους πλέον κακοήθεις καρκίνους γενικώς. Μπορεί να διασπαρεί σχεδόν σε κάθε όργανο ή ιστό του σώματος και να οδηγήσει στο θάνατο μέσα σε ένα χρόνο μετά την υποτροπή του σε απομακρυσμένα σημεία.
Το μελάνωμα μεθίστανται συχνότερα στον εγκέφαλο και στο νωτιαίο σωλήνα. Πρόκειται για σχετικά συχνό καρκίνο, η επίπτωση του οποίου αυξάνει συνεχώς κάθε χρόνο. Όταν πρωτοεμφανιστεί το μελάνωμα ως κακοήθης σπίλος στο δέρμα ή στον οφθαλμό – και μερικές φορές στα ούλα, στον κόλπο ή στον πρωκτό- υπάρχουν αρκετές πιθανότητας να είναι ιάσιμο με περιορισμένης έκτασης χειρουργική επέμβαση.
Έχει λοιπόν τεράστια σημασία η αναγνώριση των πρώιμων σημείων του μελανώματος τα οποία πρέπει αμέσως να αποσπούν την ιατρική προσοχή. Την αντιμετώπισή τους την αναλαμβάνει κάποιος ειδικός δερματολόγος, χειρουργός ή ογκολόγος. Εάν το μελάνωμα διεισδύσει βαθιά στο δέρμα και φτάσει στα λεμφαγγεία και τα αιμοφόρα αγγεία που βρίσκονται στη δεύτερη στιβάδα του δέρματος (χόριο), συνήθως είναι αδύνατο να ιαθεί, αν και με τη χειρουργική μπορεί να επιτευχθεί μεγάλο διάστημα ελεύθερο νόσου.
Η διακεκομμένη έκθεση σε έντονη ηλιακή ακτινοβολία που προκαλεί μάλλον εγκαύματα παρά μαύρισμα σχετίζεται συχνότερα με μελάνωμα ενώ η χρόνια έκθεση στον ήλιο σχετίζεται με καλοηθέστερους καρκίνους του δέρματος.
Επίσης η κληρονομικότητα είναι αιτιολογικός και εκλυτικός παράγοντας, όπως συμβαίνει στο σύνδρομο δυσπλαστικού σπίλου, σε άτομα με τύπο δέρματος Ι και ΙΙ που παρουσιάζουν αυξημένη δυνατότητα ανάπτυξης ηλιακού εγκαύματος. Επιπλέον, το κακόηθες μελάνωμα μπορεί να προέρχεται από εξαλλαγή κακοήθους φακής, συγγενών σπίλων, μελανοκυτταρικών σπίλων. Προδιαθεσικούς παράγοντες μπορεί να αποτελέσουν ο χρόνιος ερεθισμός σπίλων και η ανοσοκαταστολή.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις που να υποστηρίζουν ότι η νόσος σχετίζεται με τη δράση ορμονών, ωστόσο μεμονωμένοι ασθενείς παρουσίασαν εντυπωσιακό ιστορικό υποτροπών και ταχεία εξέλιξη της νόσου που σχετιζόταν με την εγκυμοσύνη. Η λήψη αντισυλληπτικών δισκίων, τα περισσότερα από τα οποία περιέχουν προγεστερινοειδείς παράγοντες, έχει επίσης συσχετιστεί με αυξημένη συχνότητα εμφάνισης μελανωμάτων επιφανειακής ανάπτυξης.
Υψηλότερη επίπτωση της νόσου παρατηρείται στους λευκούς που ζουν σε τροπικά ή υποτροπικά κλίματα. Προφανώς η έκθεση στις υπεριώδεις ακτίνες και ιδίως σε όσες προκαλούν εγκαύματα ενοχοποιείται ισχυρά ως πιθανή αιτία. Η νόσος έχει πολύ μικρότερη επίπτωση στους μαύρους, τους πολύ μελαχρινούς και τους Ασιάτες των ίδιων περιοχών.
Το μελάνωμα είναι συχνότερο στις ηλικίες ανάμεσα στα 20 και στα 60 έτη και σπάνια εμφανίζεται πριν από την εφηβεία. Εντούτοις ο αριθμός των νέων με πρωτοπαθή μελανώματα αυξάνεται. Το οζώδες κακόηθες μελάνωμα παρατηρείται μεταξύ 20-40 ετών και το επιφανειακά επεκτεινόμενο, που είναι και το συχνότερο, μεταξύ 40-60 ετών. Πολλοί από τους ασθενείς αναφέρουν ιστορικό εγκαυμάτων λόγω έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία κατά την παιδική ηλικία.
- Από τους λευκούς, υψηλότερο κίνδυνο αντιμετωπίζουν τα άτομα με κόκκινα μαλλιά και ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και ακολουθούν τα ξανθά άτομα με γαλανά μάτια και η ύπαρξη εφηλίδων (φακίδων). Συχνές εντοπίσεις: κεφαλή, λαιμός, κορμός (άνδρες), βραχίονας, κνήμη (γυναίκες). Πρωτοπαθή μελανώματα μπορεί να παρουσιαστούν ακόμα και σε «μελαχρινά» άτομα (σκουρόχρωμης επιδερμίδας) στα πέλματα και στις παλάμες, κάτω από το δέρμα και στους βλεννογόνους του σώματος, του ορθού και του πρωκτού.
- Οι λευκοί με πολλούς μελαγχρωματικούς σπίλους διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο.
- ‘Aτομα με ατομικό και οικογενειακό ιστορικό ηλιακών εγκαυμάτων, συνδρόμου οικογενών δυσπλαστικών σπίλων ή μελανώματος παρουσιάζουν αυξημένη τάση να αναπτύξουν μελάνωμα.
Το 30% περίπου των μελανωμάτων αναπτύσσεται σε προϋπάρχοντες σπίλους ενώ το υπόλοιπο 70% εξαρχής στο δέρμα (de novo). Δεν υπάρχει αποτελεσματική μέθοδος πληθυσμιακού ελέγχου. Επειδή όμως το μελάνωμα αναπτύσσεται στο δέρμα ή στον οφθαλμό, γίνεται εύκολα αντιληπτό από οποιονδήποτε το αναζητήσει.
Για να υπάρξει ίαση, απαιτείται έγκαιρη διάγνωση και κατάλληλη χειρουργική επέμβαση. Οι οικογενειακοί γιατροί, οι παθολόγοι αλλά και οι ίδιοι οι ασθενείς πρέπει να αναγνωρίζουν τα πρώιμα προειδοποιητικά σημεία που συνήθως ακολουθούν την εξής σειρά: μαύρισμα κάποιου προϋπάρχοντος σπίλου, αύξηση του μεγέθους του, εμφάνιση ανομοιογενούς μελάγχρωσης (από σκούρο καφέ έως μαύρο) και μίγματος αποχρώσεων, δημιουργία ανώμαλων ορίων και προπέτεια (ανύψωση) της βλάβης. Η αιμορραγία αναφέρεται ως ένα από τα σημεία προχωρημένης νόσου.
Μπορεί επίσης να υπάρξουν περαιτέρω αλλαγές στο χρώμα του σπίλου, όπως αποχρωματισμός κάποιου τμήματός του, ή εμφάνιση κάποιας ερυθρωπής, βαθυκύανης ή γκριζωπής απόχρωσης. Η αιμορραγία συνήθως παρατηρείται έπειτα από μικρή κάκωση και μερικές φορές αφού εμφανιστούν οι παραπάνω αλλαγές. Συχνά συνυπάρχουν στοιχεία φλεγμονής: κνησμός, πόνος καθώς και εξέλκωση, ουλοποίηση ή εφελκιδοποίηση της βλάβης. Μερικές φορές εμφανίζεται και νέα μελαχρωματική κηλίδα ή δορυφόρες βλάβες.
Αν έχετε απορία για οτιδήποτε στο δέρμα σας συμβουλευτείτε τον ιατρό σας. Μη χρησιμοποιήσετε τις εικόνες, προσπαθώντας να θέσετε διάγνωση από μόνοι σας. Οι εικόνες αυτές αποτελούν χρήσιμα παραδείγματα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστούν την κλινική εξέταση που γίνεται από ειδικό ιατρό. Το σύστημα “ABCD” αποτελεί έναν μνημονικό κανόνα για τον εντοπισμό ύποπτων βλαβών:
- Assymetry – Ασυμμετρία: Το ένα ημιμόριο της βλάβης δεν μοιάζει με το άλλο.
- Border irregularity – Ακανόνιστα όρια: Τα όρια της βλάβης σχηματίζουν οδοντώσεις ή από τη βλάβη εκτείνονται «ψευδοπόδια» προς το περιβάλλον υγιές δέρμα.
- Color variegation – Ποικιλοχρωμία: Η βλάβη παρουσιάζει ένα μίγμα χρωμάτων και αποχρώσεων.
- Diameter – Διάμετρος: Μετρούμε τη μεγαλύτερη διάμετρο της βλάβης >6mm.
- Τα μελανώματα μπορεί να ποικίλλουν πολύ ως προς την εμφάνιση τους. Πολλά μπορεί να έχουν και τα τέσσερα χαρακτηριστικά του συστήματος ABCD, ενώ άλλα να έχουν μόνο ένα ή δύο από αυτά. Σε κάθε περίπτωση βλάβες που παρουσιάζουν σημεία ή συμπτώματα όπως αυτά που προαναφέρθηκαν θα πρέπει να εξετάζονται από κάποιον ειδικό ιατρό.
Πρέπει να τονιστεί ότι οι περισσότερες μελαχρωματικές κηλίδες δεν είναι μελανώματα. Παρόμοια μελάγχρωση μπορεί να εμφανίζουν χρόνιες φλεγμονώδεις καταστάσεις, καλοήθεις ινώδεις όγκοι (ινώματα) και τα βασικοκυτταρικά καρκινώματα (από τους συχνότερους χαμηλής κακοήθειας όγκους του δέρματος).
Οι καλοήθεις όγκοι μπορεί επίσης να αιμορραγήσουν έπειτα από ερεθισμό από κάποιο εσώρουχο ή μετά το ξύρισμα. Είναι πάντως προτιμότερο να προσφύγει κανείς στο γιατρό σε κάθε ύποπτη αλλαγή.
- Επισκόπηση: Καταγράφονται με ακρίβεια η θέση, το χρώμα, το μέγεθος και η μορφολογία των βλαβών. Η φωτογράφηση μπορεί να βοηθήσει σ’ αυτή την καταγραφή. Επίσης, η μικροσκόπηση με φωτεινή πηγή πάνω απ’ το δέρμα βοηθά στην εξακρίβωση του τρόπου κατανομής της μελανίνης μέσα στις βλάβες.
- Αιματολογικές και άλλες εξετάσεις: Δεν υπάρχουν ειδικές αιματολογικές εξετάσεις για προσυμπτωματικό πληθυσμιακό έλεγχο ή για επιβεβαίωση της διάγνωσης του πρωτοπαθούς μελανώματος. Διάφορα αντιγόνα που σχετίζονται με τον όγκο ερευνώνται ως πιθανοί νεοπλασματικοί δείκτες στο αίμα, τα αποτελέσματα όμως είναι αβέβαια. Το καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο (CEA), που ανευρίσκεται σε αρκετούς καρκίνους, δε συναντάται στα μελανώματα.
- Βιοψία: Για τη διάγνωση είναι απαραίτητη η βιοψία (χειρουργική αφαίρεση του όγκου και εξέταση των μορφολογικών χαρακτήρων των ιστών και κυττάρων του στο μικροσκόπιο με σκοπό την αναζήτηση και διάκριση καρκινικών κυττάρων) με ευρεία τοπική εκτομή (με υγιή χειρουργικά όρια) του όγκου. Η εξέταση του όγκου στο μικροσκόπιο αποκαλύπτει τα χαρακτηριστικά μελανοκύτταρα, που συνήθως είναι ευμεγέθη και περιέχουν κοκκία μελανίνης.
- Στα αρχικά στάδια παρατηρείται μεγάλη αύξηση του αριθμού των μελανινοκυττάρων που παρουσιάζουν ατυπίες (μορφολογικές μεταβολές στους πυρήνες των κυττάρων) και εδράζονται κατά μήκος της βασικής στιβάδας.
- Ακολούθως, παρατηρείται ότι τα κακοήθη μελανοκύτταρα αθροίζονται, σχηματίζουν δοκίδες ή φωλιές, διαπερνούν τη βασική μεμβράνη και μεταναστεύουν στο χόριο όπου ανευρίσκονται μεμονωμένα, σε μικρές ομάδες ή σε μεγάλες συσσωρεύσεις.
- Για μη τυπικές περιπτώσεις διατίθενται σήμερα τεχνικές ανοσολογικών χρώσεων με ειδικά αντισώματα που προσλαμβάνουν τις χρωστικές και επιβεβαιώνουν τη διάγνωση. Συγχρόνως μπορεί να παρατηρείται και λεμφοκυτταρική διήθηση.
- Οι βιοψίες με αφαίρεση λεπτών τεμαχιδίων δε συνιστώνται. Δεν επιτρέπουν να ελεγχθεί το βάθος της διήθησης στο δέρμα, πράγμα που πρέπει να το γνωρίζει ο γιατρός για να προβλέψει αν θα επέλθει ίαση ή αν υπάρχει ο κίνδυνος υποτροπής.
- Δεν πρέπει να γίνεται ποτέ καυτηρίαση ή κατάψυξη. Οι συγκεκριμένες τεχνικές καταστρέφουν το επιφανειακό τμήμα του μελανώματος, οπότε καθίσταται αδύνατη η διάγνωση και η σταδιοποίηση. Επίσης αφήνουν ανέπαφα τα καρκινικά κύτταρα στα βαθύτερα στρώματα και έτσι μπορεί αργότερα να διασπαρούν σε άλλα σημεία του σώματος.
Η πρόγνωση της νόσου, δηλαδή η έκβασή της πορείας του ασθενούς, που μπορεί να καταλήγει σε ίαση ή όχι, καθορίζεται από διάφορους παράγοντες, οι κυριότεροι εκ των οποίων είναι: το στάδιο της νόσου, η ύπαρξη αιμορραγίας ή/ και εξέλκωσης της αρχικής εστίας, το μέγεθος και η εντόπιση του όγκου, η γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς.