Όταν ο αρχικός κακοήθης όγκος αναπτύσσεται σε κάποιο μέρος του ήπατος, ονομάζεται ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα ή κακοήθες ηπάτωμα ή πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος και, εάν ο όγκος στο ήπαρ προέρχεται από μεταστάσεις καρκίνου από άλλα όργανα, όπως από το παχύ έντερο, στομάχι κ.λπ., ονομάζεται μεταστατικός καρκίνος του ήπατος.

Στα παιδιά παρουσιάζεται ένας άλλος τύπος καρκίνου του ήπατος, το ηπατοβλάστωμα. Παρακάτω, η συζήτησή μας αναφέρεται μόνο στο ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα των ενηλίκων.

Ο καρκίνος του ήπατος από άποψη συχνότητας παρουσιάζει σημαντικές διαφορές στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές του κόσμου. Συναντάται σε υψηλή συχνότητα, π.χ. στην Κίνα, το Χονγκ Κονγκ κ.λπ. Στην Ελλάδα παρουσιάζει μέτρια συχνότητα αλλά αυτή φαίνεται να είναι μεγαλύτερη, συγκρινόμενη με εκείνη της Δυτικής και της Βόρειας Ευρώπης.

Σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου, θα πρέπει να τονιστεί ότι βρίσκεται σε στενή σχέση με τη λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας Β (HBV) και της ηπατίτιδας C (HCV), δοθέντος ότι περίπου το 80% των περιπτώσεων καρκίνου του ήπατος σχετίζεται με HBV και το 10% με HCV. Υπολογίζεται ακόμη ότι το 10-20% των ασθενών με λοίμωξη από HBV θα αναπτύξουν στη ζωή τους καρκίνο του ήπατος. Η ακριβής σχέση μεταξύ HCV λοίμωξης και καρκίνου του ήπατος σήμερα ακόμη μελετάται.

Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι ορισμένες παθήσεις του ήπατος, όπως η κίρρωση (προοδευτικά εξελισσόμενη χρόνια νόσος του ήπατος), παρουσιάζουν συχνότερα ανάπτυξη καρκίνου του ήπατος. Τούτο μάλιστα φαίνεται ότι ισχύει για την κίρρωση οποιασδήποτε αιτιολογίας, όπως όταν αυτή αποτελεί επακόλουθο του αλκοολισμού, αιμοχρωμάτωσης, κακής θρέψης κ.λπ. Ακόμη, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αφλατοξίνες, μία ομάδα χημικών ενώσεων, οι οποίες είναι καρκινογόνες και υπάρχουν σε ορισμένες τροφές, όπως οι σπόροι, καλαμπόκι κ.λπ., μπορεί να συμβάλουν στην ανάπτυξη καρκίνου του ήπατος.

Σε πρώιμο στάδιο, ο καρκίνος του ήπατος δεν προκαλεί ενοχλήσεις και, όταν υπάρχουν κάποια συμπτώματα, αυτά είναι ήπια και όχι χαρακτηριστικά της πάθησης αυτής. Όπως σε όλες τις μορφές καρκίνου, μπορεί να υπάρχει αίσθημα αδυναμίας, έκπτωση των δυνάμεων, ανορεξία, απώλεια βάρους και δεκατική πυρετική κίνηση.

Όταν ο καρκίνος προχωρήσει και αυξηθεί σε μέγεθος, μπορεί να παρουσιαστεί πόνος ή βάρος στην περιοχή του ήπατος (στο πάνω δεξιό μέρος της κοιλίας), αίσθημα μάζας ή διάτασης (φούσκωμα) στην ίδια περιοχή, ίκτερος (κιτρίνισμα του δέρματος και του λευκού μέρους των ματιών) και υπέρχρωση των ούρων (που γίνονται σαν κονιάκ). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ανάλογα και με κάποιες παραλλαγές, τα παραπάνω σημεία και συμπτώματα είναι δυνατόν να παρατηρηθούν και σε άλλες μη κακοήθεις παθήσεις του ήπατος.

Καταρχήν λαμβάνεται από το γιατρό ένα λεπτομερές ιστορικό, στο οποίο αναζητούνται ενδεικτικά στοιχεία οικογενειακής προδιάθεσης στον καρκίνο γενικά και ειδικότερα στον καρκίνο του ήπατος. Επίσης αξιολογούνται εάν υπάρχουν επιβαρυντικοί παράγοντες και συμπτώματα ύποπτα για τη νόσο. Ακολουθεί προσεκτική εξέταση του ασθενούς και παραγγέλλονται ορισμένες εργαστηριακές εξετάσεις προς συγκεκριμένη κατεύθυνση για την επικύρωση ή όχι της διάγνωσης του καρκίνου.

Από τις εξετάσεις αίματος, οι πιο απαραίτητες είναι οι λειτουργικές δοκιμασίες ήπατος (δείχνουν πόσο καλά λειτουργεί το ήπαρ), οι δείκτες ηπατίτιδας (αποκαλύπτουν εάν ο ασθενής πάσχει ή έχει περάσει κατά το παρελθόν και είναι φορέας ηπατίτιδας Β ή C) και οι καρκινικοί δείκτες που συχνά είναι ενδεικτικοί της παρουσίας καρκίνου του ήπατος. Από τους τελευταίους, ο πιο σημαντικός είναι ο προσδιορισμός της α-εμβρυϊκής σφαιρίνης (AFP), η οποία είναι σημαντικά αυξημένη στο 50-70% των περιπτώσεων πρωτοπαθούς καρκίνου του ήπατος.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο δείκτης αυτός μπορεί να είναι σχετικά αυξημένος και σε άλλες μορφές καρκίνου, όπως στον καρκίνο των όρχεων, του παγκρέατος, του στομάχου κ.λπ. Από τις απεικονιστικές εξετάσεις (που φωτογραφίζουν το ήπαρ), οι πιο χρήσιμες για τη διάγνωση είναι η υπαρηχοτομογραφία, η αξονική τομογραφία, η μαγνητική τομογραφία, η αγγειογραφία και το σπινθηρογράφημα του ήπατος. Καθεμία από αυτές μπορεί να αποκαλύψει μη φυσιολογικές περιοχές στο ήπαρ που είναι ενδεικτικές της παρουσίας όγκου.

Η επικύρωση της παρουσίας καρκίνου, όμως, πραγματοποιείται μόνο με τη βιοψία ήπατος που μπορεί να γίνει με τη λήψη μικρού τμήματος του όγκου, είτε κατά την εγχείρηση ή με ειδική βελόνα (χωρίς εγχείρηση) ή ακόμη λαπαροσκοπικά, όταν ο όγκος βρίσκεται στην επιφάνεια του ήπατος. Το δείγμα αυτό από τον όγκο εξετάζεται στο μικροσκόπιο για την παρουσία καρκινικών κυττάρων.

Η θεραπευτική τακτική εξαρτάται από το στάδιο της νόσου (δηλαδή την έκτασή της), τη βιολογική ηλικία (όχι την πραγματική αλλά την ποιότητα της υγείας για τη δεδομένη ηλικία), την κατάσταση του ήπατος (πόσο καλά λειτουργεί) και τη γενική κατάσταση του ασθενούς.

Ο γιατρός, ο οποίος πρέπει να είναι εξειδικευμένος στο συγκεκριμένο αντικείμενο, μπορεί να συστήσει χειρουργική θεραπεία, χημειοθεραπεία (συστηματική, δηλαδή με ενδοφλέβια χρήση φαρμάκων που διαχέονται σε όλο το σώμα ή περιοχική, δηλαδή με χορήγηση φαρμάκων με ειδικό σύστημα από την ηπατική αρτηρία που εγχέονται απευθείας μόνο στο ήπαρ σε συνδυασμό ή όχι με εμβολισμό) ή ακτινοβολία και βιολογική θεραπεία (που ενισχύει τον οργανισμό στην καταπολέμηση της νόσου με τις ίδιες τις δυνάμεις του-αυτή λέγεται και ανοσοθεραπεία).

Ο γιατρός μπορεί να συστήσει επίσης το συνδυασμό δύο ή περισσότερων από τις παραπάνω θεραπευτικές δυνατότητες. Γενικώς, ο καρκίνος του ήπατος αντιμετωπίζεται δύσκολα εκτός και εάν ο όγκος είναι σχετικά μικρός και εντοπίζεται στον ένα λοβό του ήπατος αλλά, στις πιο πολλές περιπτώσεις, η διάγνωση της νόσου γίνεται σε προχωρημένο στάδιο, όταν ο καρκίνος είναι ανεγχείρητος. Η χειρουργική θεραπεία, όταν ενδείκνυται, αποτελεί τη μόνη και πιο αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή που μπορεί να προσφέρει και μόνιμη θεραπεία.

Η μεταμόσχευση του ήπατος εφαρμόστηκε κατά το παρελθόν αλλά αποδείχθηκε ότι συνήθως ο καρκίνος εμφανίζεται πάλι (υποτροπή) και σήμερα δεν συνιστάται. Όταν, η χειρουργική θεραπεία, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν έχει θέση στην αντιμετώπιση της νόσου, εφαρμόζοντας τις άλλες μορφές θεραπείας που είναι παρηγορικού τύπου (όχι θεραπευτικές), ο ασθενής μπορεί να ανακουφιστεί από τα συμπτώματά του και να του προσφερθεί καλύτερη ποιότητα ζωής ή και ακόμη να επιμηκυνθεί ο χρόνος επιβίωσής του.

Αυτό μπορεί να επιτευχθεί, εάν ασθενείς αυξημένου κινδύνου (φορείς ηπατίτιδας Β ή C, κιρρωτικοί οποιασδήποτε αιτιολογίας) ελέγχονται σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε η νόσος να διαγνωστεί σε σχετικά πρώιμο στάδιο, δοθέντος ότι τότε μπορούν να υποβληθούν σε χειρουργική θεραπεία. Αυτό όμως που θα συμβάλει στη βελτίωση της δημόσιας υγείας και τη μείωση της συχνότητας του καρκίνου του ήπατος είναι ο συστηματικός εμβολιασμός για την πρόληψη της λοίμωξης από ηπατίτιδα Β και, ακόμη, η προφύλαξη από ηπατίτιδα C και η ενημέρωση για τις συνέπειες του αλκοολισμού που οδηγεί σε αλκοολική κίρρωση.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ: